- βρωμόχορτο
- το трава с дурным запахом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμμόχορτο — το αγριόχορτο που φυτρώνει σε αμμώδη εδάφη, αλλιώς βρωμόχορτο, χαμοσκίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χόρτο] … Dictionary of Greek
ψωραλέα — (psoralea). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της τάξης των χεδροπών. Περιλαμβάνει γύρω στα 120 είδη των εύκρατων και τροπικών περιοχών του βορείου κυρίως ημισφαιρίου. Πρόκειται για πόες, θάμνους ή φρύγανα… … Dictionary of Greek